- βλέπτω
- βλεπτοςnot purifiedmasc/fem/neut nom/voc/acc dualβλεπτοςnot purifiedmasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοξοβλεπτώ — λοξοβλεπτῶ, έω (Α) βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσ βλεπτώ, οξυ βλεπτώ] … Dictionary of Greek
ορθοβλεπτώ — ὀρθοβλεπτῶ, έω (Μ) βλέπω σωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + βλεπτῶ (< βλεπτος < βλέπω), πρβλ. λοξο βλεπτώ] … Dictionary of Greek